ἀνώτεροι

ἀνώτεροι
ἀνώτερος
upper
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ναΐτες — θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα που ιδρύθηκε το 1118 με σκοπό την προστασία των προσκυνητών, οι οποίοι πήγαιναν στους Αγίους Τόπους, και την άμυνα της Παλαιστίνης από τους Σαρακηνούς. Τον πυρήνα του τάγματος αποτέλεσε ο ιππότης Ούγο ντε Παγιάν από την …   Dictionary of Greek

  • ανακωχή — Συμφωνία στρατιωτικού χαρακτήρα με την οποία οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές των εμπόλεμων δυνάμεων αποφασίζουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων, για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον. Η κατάπαυση αυτή των επιχειρήσεων μπορεί να …   Dictionary of Greek

  • αναλόγιο — Έπιπλο που αποτελείται από μία ή δύο σανίδες και χρησιμεύει στην τοποθέτηση βιβλίων ή τετραδίων για ανάγνωση ή γραφή. Παλαιοτερα ονομαζόταν και αναλογείο. Το α. είναι ένα είδος μικρού τετράγωνου ή πολύεδρου τραπεζιού με επικλινή επιφάνεια που… …   Dictionary of Greek

  • γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …   Dictionary of Greek

  • γαμέτης — Κύτταρο αναπαραγωγικό που συνήθως προορίζεται για να συγχωνευτεί με έναν άλλο γ., δημιουργώντας ένα νέο κύτταρο που ονομάζεται ζυγώτης και εξελίσσεται σε ένα νέο άτομο. Γενικά οι γ. έχουν απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων, δηλαδή ο αριθμός των… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλάδες — οι (Μ κεφαλάδες) [κεφαλή] (στο Βυζάντιο) όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί …   Dictionary of Greek

  • κομοστέγη — η βοτ. οι ανώτεροι όροφοι ενός δάσους, που αποτελούνται από τα φυλλώματα τών δένδρων, αλλ. θόλος …   Dictionary of Greek

  • κονσιστοριανός — ή, ό (ΑM κονσιστοριανός και κονσιστωριανός, ή, όν) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κονσιστοριανοί οι ανώτεροι βαθμούχοι που συγκροτούν το κονσιστόριο* αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κονσιστόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. consistorianus] …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”